- χαρτόνι(ον)
- το картон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτόνι — και καρτόνι, το, Ν τεχνολ. χαρτί τού οποίου η μάζα ανά τετραγωνικό μέτρο υπερβαίνει, κατά διεθνή σύμβαση, τα 224 γραμμάρια και χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ακαμψία σε σύγκριση με το συμβατικό χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. carton (< χάρτης*) κατ… … Dictionary of Greek
χαρτόνι — το χοντρό χαρτί, ναστόχαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
στροβοσκόπιο — Όργανο που αποτελείται από έναν δίσκο από χαρτόνι, που έχει στο εξωτερικό άκρο του έναν κάθετο κυλινδρικό γύρο, επίσης από χαρτόνι. Στο εσωτερικό του γύρου αυτού έχουν απεικονιστεί διάφοροι, στη σειρά, στάσεις ενός αντικείμενου που κινείται ή… … Dictionary of Greek
χάρτων — ωνος, ο, Ν (παλαιός, μη εν χρήσει τ.) το χαρτόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λόγιος τ. αντί τής λ. χαρτόνι*. Η. λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
ανδρείκελα — Οι μικρές κούκλες που χρησιμοποιούνται στο κουκλοθέατρο. Είναι συνήθως κατασκευασμένες από ξύλο, χαρτόνι ή άλλο υλικό και κινούνται με το χέρι ή τις τραβούν κατάλληλα με κλωστές ή λεπτά σύρματα. Τα α. είναι γνωστά από την αρχαία εποχή και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Σπαθάρειο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου — Εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1995 σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο στο Μαρούσι (Βασιλίσσης Σοφίας & Δημητρίου Ράλλη), στην ίδια πλατεία (Κασταλίας) όπου το 1942 ξεκίνησε την καριέρα του ως καραγκιοζοπαίχτης ο Ευγένιος Σπαθάρης. Είναι ένα μουσείο μοναδικό … Dictionary of Greek
Алтамурас, Иоаннис — Altamouras ioannis thalassografia Θαλασσογραφία (1874). Λάδι σε χαρτόνι, 24 εκ. x 30 εκ. Συλλογή Τραπέζης της Ελλάδος … Википедия
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
αναγνωστήριο — και τήρι, το (Α ἀναγνωστήριον) [ἀναγνώστης] αίθουσα κατάλληλα διαρρυθμισμένη για διάβασμα σε βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ή πολιτιστικά ιδρύματα κ. λ. π. νεοελλ. σχολικό όργανο για τη διδασκαλία τής ανάγνωσης (ορθός πίνακας) με τρεις ή έξι… … Dictionary of Greek
γκουάς — (gouache).Όρος της ζωγραφικής. Αποτελεί τεχνική χρησιμοποίησης αδιαφανών υδροχρωμάτων και κόλλας πάνω σε χαρτί ή σε χαρτόνι. Δίνει αποτελέσματα αρκετά συγγενικά με την ελαιογραφία, και χρησιμοποιείται συχνά για προσχέδια μεγάλων ελαιογραφιών… … Dictionary of Greek